- σκολιανός
- -ή, -ό, Νβλ. σχολιανός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκολιανός — σκολιανός, ή, ό και σχολιάτικος, η, ο 1. αυτός που αναφέρεται στη σκόλη: Έβαλε τα σκολιανά της ρούχα. 2. φρ., «Άκουσε τα σκολιανά του», τον επιτίμησαν για κάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σχολιανός — και σκολιανός, ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σχόλη, στη γιορτή («σχολιανά κεράσματα») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σχολιανά τα γιορτινά ενδύματα 3. φρ. α) «ακούω τα σχολιανά μου» γίνομαι αντικείμενο αυστηρής επίκρισης, μέ… … Dictionary of Greek
σχολιανός — σχολιανός, ή, ό και σκολιανός, ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στη σκόλη, γιορτάσιμος: Έβαλε τα σχολιανά του ρούχα. 2. φρ., «Άκουσε τα σκολιανά του», επικρίθηκε πολύ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)